εγκεντρίδα

εγκεντρίδα
η (Α ἐγκεντρίς)
(για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι
νεοελλ.
γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών
αρχ.
1. το κεντρί τών εντόμων
2. βούκεντρο
3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη
4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που εφαρμοζόταν στο πόδι και διευκόλυνε την αναρρίχηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκεντρίδα — ἐγκεντρίς sting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”